- μεταβιβαστής
- ο, θηλ. μεταβιβάστριααυτός που μεταβιβάζει.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεταβιβάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Αν. Πολυζωίδη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τηλέγραφος — Σύστημα τηλεπικοινωνίας που χαρακτηρίζεται από τη μεταβίβαση μηνυμάτων στη μορφή διαδοχικών σημάτων, καθένα από τα οποία παριστάνει ένα γράμμα του αλφαβήτου ή ενός συνόλου γραμμάτων ή λέξεων. Ένα τηλεγραφικό σύστημα αποτελείται από μία διάταξη, η … Dictionary of Greek